- ὀξύφαγρος
- ὀξῠ-φαγρος, ὁ, a kind of φάγρος, a sea-fish, v.l. in Opp.H.1.140.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξύφαγρος — ὀξύφαγρος, ὁ (Α) είδος φάγρου, θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φάγρος «είδος ψαριού»] … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek